ὑφηγητής — guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφηγητής — ο θηλ. ήτρια επιστήμονας που κρίθηκε άξιος να διδάσκει σε ανώτατη σχολή ορισμένο μάθημα ή κύκλο μαθημάτων με την εποπτεία τακτικού ή και έκτακτου καθηγητή, τον οποίο αναπληρώνει: Υφηγητής καρδιολογίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφηγηταῖς — ὑφηγητής guide masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγηταί — ὑφηγητής guide masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητοῦ — ὑφηγητής guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητῇ — ὑφηγητής guide masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητήν — ὑφηγητής guide masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητῶν — ὑφηγητής guide masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… … Dictionary of Greek